υπερεκχείλιση

υπερεκχείλιση
η, Ν
υπέρμετρο ξεχείλισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + εκχείλιση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερεκχείλισις, μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Γούδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν …   Dictionary of Greek

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • επίκλυση — η (AM ἐπίκλυσις) [επικλύζω] πλημμύρα, υπερεκχείλιση («ἐπίκλυσιν ποταμοῡ», Θεόφρ.) νεοελλ. γεωλ. η αργή μετακίνηση τής θαλάσσιας ακτογραμμής προς τη χέρσο …   Dictionary of Greek

  • καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις …   Dictionary of Greek

  • πρόσκλυση — η / πρόσκλυσις, ύσεως, ΝΑ [προσκλύζω] υπερεκχείλιση, πλημμύρισμα νεοελλ. (νομ.) η από την φορά τών ποτάμιων υδάτων απόσπαση παραποτάμιου εδάφους από ένα κτήμα και η φυσική ένωσή του με άλλο κτήμα τής ίδιας ή τής απέναντι όχθης …   Dictionary of Greek

  • υπέρβλυσις — ύσεως, ἡ, ΜΑ [ὑπερβλύζω] υπερεκχείλιση, ξεχύλισμα μσν. αφθονία, πληθώρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”